- neoteinia
- ne·o·tei·nia
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
neoteinia — see neoteny … Dictionary of invertebrate zoology
neoteinia — A state of prolonged immaturity … Grandiloquent dictionary
neoteinia — noun see neoteny … Useful english dictionary
νεοτενία — η βιολ. η διατήρηση προνυμφικών ανώριμων χαρακτήρων και στο στάδιο τού ενήλικου ατόμου σε ορισμένα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoteny / neoteinia (< νε[ο] * + τείνω)] … Dictionary of Greek