- neuromyic
- neu·ro·my·ic
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
neuromyic — adjective see neuromyal … Useful english dictionary
νευρομυϊκός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τα νεύρα και τους μυς 2. φρ. α) «νευρομυϊκή άτρακτος» βιολ. τασεοϋποδοχείς τών σκελετικών μυών οι οποίοι μετρούν και δίνουν το σήμα για την παθητική τάση ενός μυός β) «νευρομυϊκή σύναψη» βιολ. δομική και… … Dictionary of Greek