- opisthocome
- opis·tho·come
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
opisthocome — əˈpisthəˌkōm noun ( s) Etymology: New Latin Opisthocomus, from Late Greek opisthokomos wearing the hair long behind, from Greek opisth + komē hair : hoatzin … Useful english dictionary
gallinacé — gallinacé, ée [ galinase ] adj. et n. m. • 1770; lat. gallinaceus, de gallina « poule » ♦ Qui se rapporte ou ressemble à la poule ou au coq. Oiseau gallinacé. ♢ N. m. pl. Tribu d oiseaux terrestres (galliformes) à laquelle appartiennent les… … Encyclopédie Universelle
οπισθόκομος — (opisthocomus cristatus). Πουλί με αρχαιοζωικά χαρακτηριστικά, μοναδικό είδος της οικογένειας των οπισθοκομιδών της τάξης των ορνιθόμορφων. Ο ο. έχει μήκος περίπου 60 εκ. και φέρει στο κεφάλι ένα λοφίο από λεπτά φτερά που ανορθώνονται· ζει κοντά… … Dictionary of Greek