- oxyrhynchous
- oxy·rhyn·chous
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
oxyrhynchous — | ̷ ̷ ̷ ̷| ̷ ̷kəs adjective Etymology: Greek oxyrrhynchos 1. : oxyrhynch 2. : of or relating to the Oxyrhyncha … Useful english dictionary
οξύρρυγχος — Ψάρι γνωστό με την κοινή ονομασία μουρούνα. Βλ. λ. ακιπενδερίδες. * * * η, ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, ον) 1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος 2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός 3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών… … Dictionary of Greek