pectolytic

pectolytic
pec·to·lyt·ic

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • pectolytic — pec·to·lyt·ic .pek tə lit ik adj producing hydrolysis of pectic substances <pectolytic enzymes> * * * pec·to·lyt·ic (pek″to litґik) [pectin + lytic] capable of causing the digestion of pectin …   Medical dictionary

  • pectolytic — |pektə|lid.ik adjective Etymology: pectic + hydrolytic : producing hydrolysis of pectic substances …   Useful english dictionary

  • Erwinia chrysanthemi — Erwinia Chrysanthemi …   Wikipédia en Français

  • πηκτολυτικός — ή, ό, Ν φρ. «πηκτολυτικό ένζυμο» βιοκαταλύτης που δρα στις πηκτικές ουσίες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χυμών και ποτών, είτε για την αύξηση τής απόδοσης εκχύλισης είτε για τη μείωση τού ιξώδους τών χυμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”