- phycocolloid
- phy·co·colloid
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
phycocolloid — | ̷ ̷ ̷ ̷+ noun Etymology: phyc + colloid : any of several polysaccharide hydrocolloids from brown or red seaweeds … Useful english dictionary
φυκοκολλοειδές — το, Ν συν. στον πληθ. τα φυκοκολλοειδή (βιοχ.) γενική ονομασία ορισμένων πολυσακχαριτών που απαντούν στα φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phycocolloid] … Dictionary of Greek