- planont
- pla·nont
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
planont — ˈplaˌnänt noun ( s) Etymology: plan (I) + ont : a motile organism (as the amoebula of various protozoans or the gamete of some phycomycetes) … Useful english dictionary
πλανόντης — ο, Ν βιολ. 1. κάθε κινητικό σπόριο, γαμέτης ή ζυγώτης 2. το αρχικό αμοιβαδοειδές στάδιο σε μερικά σπορόζωα πρωτόζωα 3. μάζα σπορίων που παράγονται στα παχύτοιχα σποριάγγεια ορισμένων κατώτερων μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planont… … Dictionary of Greek