- plesiobiosis
- ple·si·o·bi·o·sis
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
plesiobiosis — … Useful english dictionary
plesioasters — n. pl. [Gr. plesios, near; aster, star] (PORIFERA) Streptasters with few spines from a very short axis. plesiobiosis n. [Gr. plesios, near; biosis, manner of life] 1. A primitive form of association approaching symbiosis. 2. (ARTHROPODA: Insecta) … Dictionary of invertebrate zoology
πλησιοβίωση — η, Ν βιολ. στενή γειτονία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες φωλιές κοινωνικών εντόμων, η οποία συνοδεύεται από μικρή ή έμμεση επικοινωνία μεταξύ τών αποικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plesiobiosis < πλησίος + βίωση] … Dictionary of Greek