- pyrgocephaly
- pyr·go·ceph·a·ly
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
pyrgocephaly — noun see pyrgocephalic … Useful english dictionary
πυργοκεφαλία — η, Ν ιατρ. παραμόρφωση τού κρανίου οφειλόμενη σε πρόωρη ταυτόχρονη σύγκλειση τής στεφανιαίας και τής οβελιαίας ραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrgocephaly (< πύργος + κεφαλή)] … Dictionary of Greek