- saccharometry
- sac·cha·rom·e·try
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
saccharometry — noun The measurement of the amount of sugar in a liquid using a saccharometer … Wiktionary
saccharometry — n. measurement of the amount of sugar in a solution … English contemporary dictionary
saccharometry — noun see saccharometer … Useful english dictionary
saccharometer — saccharometric /sak euh roh me trik/, saccharometrical, adj. saccharometry, n. /sak euh rom i teuhr/, n. Chem. an instrument for measuring the amount of sugar in a solution, as by determining the specific gravity of the solution. [1775 85;… … Universalium
σακχαρομετρία — και σακχαριμετρία, η, Ν μέθοδος προσδιορισμού τής περιεκτικότητας σε ζάχαρη ενός σακχαρούχου διαλύματος, μέθοδος που στηρίζεται στο φαινόμενο τής στροφής τού επιπέδου τής πόλωσης που προκαλείται από τις οπτικώς ενεργές ουσίες, όπως είναι η ζάχαρη … Dictionary of Greek