- -clasite
- -cla·site
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
-clasite — ˈklāˌsīt, kləˌ , zīt, usu īd.+V noun combining form ( s) Etymology: International Scientific Vocabulary clase + ite; originally formed as German klasit : clase … Useful english dictionary
κλινοκλασίτης — ο (ορυκτ.) βασικό αρσενικικό ορυκτό τού χαλκού με σκούρο πράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoclasite < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνω) + clasite (< clase < κλάσις < κλῶ «σπάζω» + κατάλ. ite)] … Dictionary of Greek