- sectarist
- sec·ta·rist
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
Sectarist — Sec ta*rist, n. A sectary. [R.] T. Warton. [1913 Webster] … The Collaborative International Dictionary of English
sectarist — index pariah Burton s Legal Thesaurus. William C. Burton. 2006 … Law dictionary
sectarist — noun a member of a sect most sectarians are intolerant of the views of any other sect • Syn: ↑sectarian, ↑sectary • Derivationally related forms: ↑sectarian (for: ↑sectarian) … Useful english dictionary
pariah — I noun castaway, deportee, derelict, exile, expatriate, fugitive, heretic, offender, outcast, outlaw, outsider, proscribed person, rebel, renegade, scab, sectarist, sectary, tergiversator II index derelict Burton s Legal Thesaurus. William C.… … Law dictionary
σεκταριστής — ο, θηλ. σεκταρίστρια, Ν 1. οπαδός ή μέλος σέκτας 2. άτομο με σεκταριστικές απόψεις και αντιλήψεις, άτομο προσκολλημένο στον σεκταρισμό 3. αιρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sectarist (βλ. λ. σεκταρισμός, σέκτα)] … Dictionary of Greek
σεκταριστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σέκτα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεκταρισμό και στον σεκταριστή 3. (κατ επέκτ.) αιρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sectarist (βλ. λ. σέκτα)] … Dictionary of Greek
Heterodoxy — (Roget s Thesaurus) >Sectarianism. < N PARAG:Heterodoxy >N GRP: N 1 Sgm: N 1 heterodoxy heterodoxy Sgm: N 1 error error &c. 495 Sgm: N 1 false doctrine false doctrine heresy schism Sgm: N 1 schismaticism schismaticism … English dictionary for students