- splanchnocoel
- splanch·no·coel
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
splanchnocoel — noun see splanchnocoele … Useful english dictionary
σπλαγχνόκοιλο — το, Ν βιολ. η κοιλότητα τών σωμιτών στα έμβρυα τών σπονδυλοζώων η οποία στα ανεπτυγμένα άτομα διατηρείται ως περισπλαγχνική κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnocoel (< σπλάγχνα + κοίλος)] … Dictionary of Greek