- stalagmometry
- stal·ag·mom·e·try
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
stalagmometry — /stæləgˈmɒmətri/ (say staluhg momuhtree) noun the measurement of surface tension by determining the weight or volume of liquid drops. {Greek stalagma a drop + o + metry} …
stalagmometry — ˌstaləgˈmämə.trē noun ( es) : the measurement of surface tension by means of a stalagmometer * * * stalagmomˈetry noun • • • Main Entry: ↑stalactite … Useful english dictionary
stalagmometer — stalagmometric /steuh lag meuh me trik/, adj. stalagmometry, n. /stal euhg mom i teuhr/, n. Chem., Physics. an instrument for determining the number of drops, or the weight of each drop, in a given volume of liquid. Also called stactometer. [1860 … Universalium
σταλαγμομετρία — η, Ν φυσ. 1. μέθοδος εκτίμησης τού όγκου ενός υγρού με τη βοήθεια οργάνου εκροής το οποίο είναι εφοδιασμένο με τριχοειδή σωλήνα 2. μέθοδος προσδιορισμού τής σταθεράς ενός τριχοειδούς σωλήνα μέσα από τον οποίο διέρχεται το υγρό 3. ο συντελεστής… … Dictionary of Greek