sympatheticolytic

sympatheticolytic
sym·pa·thet·i·co·lyt·ic

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • sympatheticolytic — sym·pa·thet·i·co·lyt·ic lit ik adj SYMPATHOLYTIC …   Medical dictionary

  • sympatheticolytic — |simpə|thed.əkə|lid.ik adjective Etymology: sympathetico + lytic : sympatholytic …   Useful english dictionary

  • συμπαθητικολυτικός — ή, ό, Ν (φαρμ.) (για ουσία) αυτός που είναι ικανός να μειώσει ή να καταστείλει τη δράση τής αδρεναλίνης στους αδρενεργικούς υποδοχείς α και β. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sympatheticolytic < συμπαθητικός + λυτικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”