syphilologic

syphilologic
syph·i·lo·log·ic

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • syphilologic — |sifəlō|läjik adjective : relating to or concerning syphilis syphilologic practice …   Useful english dictionary

  • συφιλιδολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συφίλίδολογία ή στον συφιλιδολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. syphilologic < syphilology (πρβλ. συφιλιδολογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”