- trigonocephalous
- trigo·no·ceph·a·lous
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
trigonocephalous — … Useful english dictionary
τριγωνοκέφαλος — ο, Ν 1. αυτός που παρουσιάζει τριγωνοκεφαλία 2. ζωολ. γένος οφιδίων που περιλαμβάνει ιοβόλα φίδια τών οποίων το μήκος φθάνει μέχρι και 1,50 μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonocephalous < τρίγωνος + κέφαλος (< κεφαλή). Η λ.… … Dictionary of Greek
trigonocephalic — adjective see trigonocephalous … Useful english dictionary
trigonocephaly — noun see trigonocephalous … Useful english dictionary