- typomorphic
- ty·po·mor·phic
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
typomorphic — |tīpə|mȯrfik sometimes |tip adjective Etymology: typ + morphic : characteristically occurring under particular conditions (as of temperature and pressure) or in particular processes of formation typomorphic texture due to formation from a gel a… … Useful english dictionary
τυπόμορφος — η, ο, Ν φρ. «τυπόμορφα ορυκτά» (ορυκτ.) ορυκτά που εμφανίζουν ορισμένη μορφολογία τών κρυστάλλων, η οποία οφείλεται στις συνθήκες γένεσης τους και ιδιαίτερα στη θερμοκρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typomorphic (< τύπος + μορφή)] … Dictionary of Greek
типоморфный минерал — — [Англо русский геммологический словарь. Красноярск, КрасБерри. 2007.] Тематики геммология и ювелирное производство EN typomorphic mineral … Справочник технического переводчика