- chamaeconchy
- cham·ae·con·chy
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
chamaeconchy — noun see chamaeconch … Useful english dictionary
χαμαικογχία — η, Ν (παλ. τ.) ανθρωπολ. μορφή τών οφθαλμικών κογχών, κατά την οποία η διάμετρος πλάτους είναι δυσανάλογα μεγάλη προς την διάμετρο ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chamaeconchy < χαμ(αι) * + κόγχη] … Dictionary of Greek