- coelhelminthes
- coel·hel·min·thes
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
coelhelminthes — … Useful english dictionary
coelhelminth — (ˈ)sēl|helmin(t)th noun ( s) Etymology: New Latin Coelhelminthes : one of the Coelhelminthes … Useful english dictionary
κοιλέλμινθες — οι ζωολ. οι σκώληκες που έχουν και δεύτερη σωματική κοιλότητα, όπως είναι οι νηματέλμινθες, οι δακτυλιοσκώληκες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelhelminthes < coel (πρβλ. κοῖλος) + helminthes (πρβλ. ἕλμινθες)] … Dictionary of Greek
coehelminthic — adjective see coelhelminthes … Useful english dictionary