cotylophorous

cotylophorous
cot·y·loph·o·rous

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • cotylophorous — | ̷ ̷ ̷ ̷|äf(ə)rəs adjective Etymology: cotyl + phorous : having a cotyledonary placenta * * * cotylophorous, a. Zool. (kɒtɪˈlɒfərəs) [ad. Gr. type *κοτυλοϕόρ ος (f. κοτύλη hollow vessel, etc. + ϕόρος bearing) + ous.] Having a cotyledonary… …   Useful english dictionary

  • κοτυλοφόρος — α, ο (για τους πολύποδες, τα χταπόδια κ.λπ.) αυτός που φέρει κοτύλες, βεντούζες, βυζάχτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cotylophorous < cotyl(o) (< κοτύλη) + phorous (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”