- croceic
- cro·ce·ic
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
croceic acid — (ˈ)krō|sēik noun Etymology: crocein + ic : crocein acid … Useful english dictionary
κροκεϊνικός — ή, ό χημ. φρ. «κροκεϊνικό οξύ» θειούχος οργανική ένωση που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο κατά την παρασκευή χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. croceic < crocein «κροκεΐνη» + κατάλ. ic] … Dictionary of Greek