- agassizocrinus
- ag·as·siz·o·cri·nus
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
agassizocrinus — ˌagəˌsē(z)əˈkrīnəs noun Usage: capitalized Etymology: New Latin, from Alexander Agassiz + New Latin o + crinus (from Latin crinis hair) more at crinal … Useful english dictionary
αγασιζόκρινος — (agassizocrinus).Γένος εχινοδέρμων, που έχουν εξαφανιστεί. Ανήκαν στην οικογένεια των ποτιριοκρινιδών της τάξης των πελματοζώων. Τα ζώα αυτά είχαν κάλυκα σε σχήμα αχλαδιού ή πιάτου και αρχικά έφεραν μίσχο. Απολιθωμένα λείψανά του βρέθηκαν σε… … Dictionary of Greek