edrite

edrite
cli·no·edrite;

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλινοεδρίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού ψευδαργύρου και τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinohedrite < clin(o) (< κλιν[ο] < κλίνη) + (h)edrite (< έδρα + κατάλ. ite)] …   Dictionary of Greek

  • clinoedrite — cli·no·edrite …   English syllables

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”