eurycephalous

eurycephalous
eu·ry·ceph·a·lous

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • eurycephalous — adjective see eurycephalic …   Useful english dictionary

  • eurycephalic, eurycephalous — Having an abnormally broad head; sometimes used in reference to a brachycephalic head. [eury + G. kephale, head] …   Medical dictionary

  • ευρυκέφαλος — η, ο εκείνος τού οποίου η εγκάρσια διάμετρος τού κρανίου πλησιάζει ως προς το μήκος την προσθιοπίσθια διάμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eurycephalous < eury (πρβλ. ευρυ *) + cephalous (πρβλ. κεφαλος < κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”