- flavanthrene
- fla·van·threne
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
flavanthrene — noun see flavanthrone … Useful english dictionary
φλαβανθρένιο — το, Ν χημ. πολυκυκλική αρωματική οργανική ένωση, κίτρινη κρυσταλλική χρωστική ύλη, που χρησιμοποιείται για βαφή υφασμάτων σε κάδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavanthrene < flav (< λατ. flavus «ξανθός») + anthrene (< anthracene < άνθραξ,… … Dictionary of Greek