- amniac
- am·ni·ac
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
amniac — ˈamnēˌak adjective Etymology: amnion + ac (as in cardiac) : amniotic … Useful english dictionary
αμνιακός — ή, ό (Εμβρυολ. Ανατ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άμνιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αρχ. ἀμνίον («ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση», πρβλ. άμνιο), πρβλ. αγγλ. amniac] … Dictionary of Greek