- heterandrous
- het·er·an·drous
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
heterandrous — … Useful english dictionary
ετέρανδρος — ο φυτό τού οποίου δεν είναι ομοιόμορφοι οι στήμονες ή οι ανθήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. heterandrous < αρχ. ελλ. ετερο * + ανδρός (< ανήρ, πρβλ. άν ανδρος)] … Dictionary of Greek
heterandry — noun see heterandrous … Useful english dictionary