- hyalobasalt
- hy·a·lo·basalt
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
hyalobasalt — |hīə(ˌ)lō+ noun Etymology: International Scientific Vocabulary hyal + basalt; originally formed in German : basalt glass … Useful english dictionary
υαλοβασάλτης — Υαλώδης παραλλαγή του πετρώματος βασάλτη, η οποία διακρίνεται για την αφθονία μικρολιθικών και σφαιρολιθικών σχηματισμών, παρεμφερής προς τον οψιδιανό. Παλαιότερα το θεωρούσαν ορυκτό και εξαιτίας του μαύρου χρώματός του είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
basalt glass — noun : a black glassy form of basalt called also hyalobasalt, vitrobasalt * * * basalt glass, a kind of black basalt having a resinous luster and brittle texture; tachylyte … Useful english dictionary