hyothyreoid

hyothyreoid
hyo·thyreoid

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • hyothyreoid — |hīō+ adjective Etymology: hy + thyreoid : thyrohyoid …   Useful english dictionary

  • υοθυρεοειδής — ές, Ν αυτός που συνδέει τον θυρεοειδή χόνδρο και το υοειδές οστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyothyreoid (< υο [ειδής] + θυρεοειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”