- indesignate
- in·designate
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
indesignate — I. ən, (ˈ)in+ adjective Etymology: in (I) + Latin designatus, past participle of designare to point out, designate : not quantified an indesignate proposition in logic II. noun ( s) … Useful english dictionary
pre-indesignate — … Useful english dictionary
ἀδιοριστότερον — ἀδιόριστος indesignate adverbial comp ἀδιόριστος indesignate masc acc comp sg ἀδιόριστος indesignate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστως — ἀδιόριστος indesignate adverbial ἀδιόριστος indesignate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιόριστον — ἀδιόριστος indesignate masc/fem acc sg ἀδιόριστος indesignate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστοις — ἀδιόριστος indesignate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστου — ἀδιόριστος indesignate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστους — ἀδιόριστος indesignate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστων — ἀδιόριστος indesignate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστῳ — ἀδιόριστος indesignate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)