- lepidophyllous
- lep·i·do·phyl·lous
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
lepidophyllous — | ̷ ̷ ̷ ̷ ̷ ̷|filəs adjective Etymology: lepid + phyllous : having scaly leaves … Useful english dictionary
λεπιδόφυλλος — η, ο βοτ. 1. (για φυτό) αυτό που έχει φύλλα όμοια με λέπια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepidophyllous < lepido (< λεπίς, ίδος) + phyllous (< φυλλος < φύλλον)] … Dictionary of Greek