- leucorrheal
- leu·cor·rhe·al
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
leucorrheal — adj. (Medicine) of leucorrhea (whitish discharge) … English contemporary dictionary
leucorrheal — adjective see leukorrhea … Useful english dictionary
λευκορροϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λευκόρροια 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λευκόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucorrheal < leucorrhea < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + rrhea (< ρροια < ῥοία)] … Dictionary of Greek
leucorrhoea — n. vaginal discharge of whitish mucus. ♦ leucorrheal, a … Dictionary of difficult words