- morphinize
- mor·phin·ize
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
morphinize — v. administer morphine (sedative, pain reliever) … English contemporary dictionary
morphinize — fəˌnīz transitive verb ( ed/ ing/ s) : to treat with or subject to the influence of morphine … Useful english dictionary
μορφινίζω — 1. αναισθητοποιώ, ναρκώνω χρησιμοποιώντας μορφίνη 2. μτφ. καταγοητεύω ή καταδημαγωγώ κάποιον, ώστε να μην μπορεί να σκεφθεί και να κρίνει σωστά, εξαπατώ, ξεγελώ, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλούς λόγους 3. (το μέσ. παθ.) μορφινίζομαι παίρνω μορφίνη … Dictionary of Greek