- oxygnathous
- ox·yg·na·thous
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
oxygnathous — (ˈ)äk|signəthəs adjective Etymology: oxy (I) + gnathous; from the finely lined surface of the jaws : having smooth or nearly smooth jaws oxygnathous land snails oxygnathous slugs … Useful english dictionary
oxygnathous — adj. [Gr. oxys, sharp; gnathos, jaw] Having sharp jaws … Dictionary of invertebrate zoology
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύγναθος — η, ο 1. αυτός που έχει αιχμηρή την κάτω σιαγόνα 2. (για ζώο) αυτός που έχει οξύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxygnathous (< οξυ * + γνάθος)] … Dictionary of Greek
-gnathous — gnəthəs adjective combining form Etymology: New Latin gnathus gnathous, from Greek gnathos jaw; akin to Greek genys jaw more at chin : having (such) a jaw oxygnathous * * * a combining form meaning having a jaw of the kind or in the position… … Useful english dictionary