platycephaly

platycephaly
platy·ceph·a·ly

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • platycephaly — Flatness of the skull, a condition in which the vertical cranial index is below 70. SYN: platycrania. [platy + G. kephale, head] * * * platy·ceph·a·ly (plat″ĭ sefґə le) [platy + cephaly] the state of being wide headed, or having a …   Medical dictionary

  • platycephaly — n. condition of having a flattened skull …   English contemporary dictionary

  • platycephaly —   n. flatness of crown of head.    ♦ platycephalic,    ♦ platycephalous, a.    ♦ platydactyl, a. having flat digits.    ♦ platypodous, a. having broad, flat feet.    ♦ platypodia, n. flat footedness.    ♦ platypus, n. duckbill.    ♦ platyrrhinian …   Dictionary of difficult words

  • platycephaly — …   Useful english dictionary

  • platycrania — SYN: platycephaly. [platy + G. kranion, skull] * * * platy·cra·nia (plat″ĭ kraґne ə) [platy + crani + ia] artificial flattening of the skull …   Medical dictionary

  • πλατυκεφαλία — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πλατυκέφαλου 2. ανατ. ανώμαλος σχηματισμός τού κρανίου κατά τον οποίο το κρανίο είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια εξαιτίας τής πρόωρης αποστέωσης τής στεφανιαίας ραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek

  • platycephalism — noun see platycephaly …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”