ragulé

ragulé
rag·u·lé

English syllables. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ragulé — adjective see raguly * * * ragulé variant of raguly …   Useful english dictionary

  • ράγουλο — και ράουλο, το, Ν τεχνολ. ονομασία μικρού τροχού, ο οποίος περιστρέφεται μέσα σε τροχαλιοθήκη και, ιδίως, μικρός τροχός από ξύλο ή ορείχαλκο με περιφερειακή αυλάκωση για την υποδοχή ελκόμενου σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raguly / ragule, πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • răgulă — răgúlă, răgúle, s.f. (înv.) neam, seminţie. Trimis de blaurb, 10.11.2006. Sursa: DAR …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”