- alecithic
- ale·cith·ic
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
alecithic — adjective see alecithal … Useful english dictionary
alecithal — /ay les euh theuhl/, adj. Embryol. having little or no yolk in the cytoplasm of the egg or ovum. Also, alecithic /ay leuh sith ik/. [1875 80; A 6 + Gk lékith(os) yolk + AL1] * * * … Universalium
αλεκιθικός — ή, ό 1. λέγεται για τα ωάρια που δεν περιέχουν ή περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λεκίθου* 2. αυτός που δεν περιέχει πολλές θρεπτικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λεκιθικός* πρβλ. αγγλ. alecithal ή alecithic] … Dictionary of Greek