- heterostrophous
- het·er·os·tro·phous
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
heterostrophous — |hed.ə|rästrəfəs adjective Etymology: New Latin heterostrophus : heterostrophic 1 … Useful english dictionary
ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek