- hyracidae
- hy·rac·i·dae
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
hyracidae — hīˈrasəˌdē Etymology: New Latin, from Hyrac , Hyrax + idae synonym of procaviidae … Useful english dictionary
υρακοειδή — (hyracidae). Τάξη θηλαστικών, η οποία περιλαμβάνει μικρά ζώα με πυκνό τρίχωμα. Τα μπροστινά τους άκρα είναι τετραδάχτυλα, ενώ τα πίσω τριδάχτυλα. Περπατούν χρησιμοποιώντας ολόκληρο το πέλμα τους (πελματοβάμονα), το οποίο έχει ισχυρούς όγκους, σαν … Dictionary of Greek
hyracid — I. (ˈ)hī|rasə̇d adjective Etymology: New Latin Hyracidae : of or relating to the Procaviidae II. noun ( s) : a member of the family Procaviidaeconey * * * hyracid, a … Useful english dictionary