- -thermous
- -ther·mous
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
-thermous — |thərməs, |thə̄m , |thəim adjective combining form Etymology: Greek thermos, from thermē heat more at therm : having (such) heat homothermous xerothermous … Useful english dictionary
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek