- myzostome
- my·zos·tome
English syllables. 2014.
English syllables. 2014.
myzostome — mīˈzäˌstōm noun ( s) Etymology: New Latin Myzostomum : a worm of the class Myzostomaria … Useful english dictionary
μυζόστομο — το ζωολ. δακτυλιοσκώληκας που ζει ως παράσιτο, κυρίως σε κρινοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myzostome (< μύζω (ΙΙ) + στόμα)] … Dictionary of Greek